Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πρωία, ἡ


Ερμηνεία:

 (χωρίς πληθυντικό, το πρωί)  



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πρώιος, πρωίη < πρωία, πρώιον (ο πρωινός) <πρωί, Καινή Διαθήκη (Ιωανν. 21,4, Ματθ. 27,1)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…  πρωία νθύμιζε τὸ δημδες: Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει. Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ  ... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: